- απολαυστικος
- ἀπολαυστικόςἀπο-λαυστικός31) дающий наслаждение, приятный Arst., Polyb., Plut.2) преданный наслаждениям Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπολαυστικός — devoted to enjoyment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαυστικός — ή, ό (AM ἀπολαυστικός, ή, όν) πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος αρχ. ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις … Dictionary of Greek
απολαυστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνει απόλαυση, τερπνός, διασκεδαστικός: Η συντροφιά του ήταν πολύ απολαυστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικῶν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem gen pl ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικόν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc sg ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικαί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικοῖς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικοί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικοῦ — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικούς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)